- κοκκυστής
- κοκκ-υστής, οῦ, ὁ,A crower, screamer, Timo 43.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοκκυστής — κοκκυστής, ὁ (Α) [κοκκύζω] αυτός που κράζει σαν τον κούκο … Dictionary of Greek